- σικυωνίας
- σικυωνίᾱς , σικυωνίαfem acc plσικυωνίᾱς , σικυωνίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σικυωνίας — Σικυωνίᾱς , Σικυών cucumber bed fem acc pl Σικυωνίᾱς , Σικυών cucumber bed fem gen sg (attic doric aeolic) Σικυωνίᾱς , Σικυώνιος cucumber bed fem acc pl Σικυωνίᾱς , Σικυώνιος cucumber bed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek
Σικυώνα — Ημιορεινός οικισμός (1.002 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ.). Βρίσκεται νότια και κοντά στο Κιάτο. Στην περιοχή της ήταν χτισμένη η ακρόπολη και η αρχαία πόλη Σικυών,… … Dictionary of Greek
πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που … Dictionary of Greek
Αλεξάντροφκ-Σαχαλίνσκι Αλεξάνωρή Αλεξήνωρ — Γιος του Μαχάονα, εγγονός του Ασκληπιού. Τον τιμούσαν ως ήρωα, μετά τη δύση του ήλιου, στην Τιτάνη της Σικυωνίας όπου, σύμφωνα με την παράδοση, είχε χτίσει ασκληπιείο, στο οποίο υπήρχαν τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας. Αδέλφια του Α.… … Dictionary of Greek
Μνασάλκας — Ελεγειακός ποιητής από τον δήμο Πλαταιών της Σικυωνίας. Έγραψε τα Επιγράμματα, από τα οποία διασώθηκαν δεκαέξι στην Ελληνική Ανθολογία … Dictionary of Greek
Σικυώνιος — ο κάτοικος της Σικυωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)